Σικελιώτῃ

Σικελιώτῃ
Σικελιώτης
a Sicilian Greek
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αιγυπτιολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Στις αρχές της Αναγέννησης, οι γνώσεις για τον αιγυπτιακό πολιτισμό προέρχονταν αποκλειστικά σχεδόν από τα έργα των Ελλήνων κλασικών Ηρόδοτου, Διόδωρου Σικελιώτη, Στράβωνα …   Dictionary of Greek

  • βρετανικός — ή, ό (Α βρετανικός και βρεττανικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βρετανία ή στους Βρετανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παραδίδεται με την γραφή Βρεττανικός στον Πολύβιο και τον Διόδ. Σικελιώτη. Επίσης με τη γραφή Βρετανικός στον Πτολεμαίο και τον …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • πάνορμος — I Όνομα διαφόρων αρχαίων πόλεων και λιμανιών. 1. Λιμάνι στην Ερυθρά, που αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. 2. Λιμάνι της Αττικής στη Λαυρεωτική, ανάμεσα στο Σούνιο και την Κυνόσουρα του Μαραθώνα, γνωστό σήμερα με το όνομα Μαντρί,… …   Dictionary of Greek

  • φιλίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δημοκράτης της Αττικής, που πρότεινε όλοι οι θήτες να καταταγούν στους οπλίτες. Κατηγορήθηκε για κλοπή και καταδικάστηκε έπειτα από έναν λόγο του ρήτορα Αντιφώντα, που ήταν με το μέρος των ολιγαρχικών. 2. Αττικός… …   Dictionary of Greek

  • Αβάκαινα — Αρχαίαπόλη της Σικελίας, γνωστή και ως Αβάκαινον. Βρισκόταν στο βορειοανατολικό μέρος του νησιού, κοντά στο σημερινό Τρίπι. Η πόλη αναφέρεται από τον Πτολεμαίο και τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. Στην Α. έτρεφαν πολλούς χοίρους. Από την πόλη σώζονται… …   Dictionary of Greek

  • Ακταίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά των Θηβών Κάδμου. Ήταν άριστος και ατρόμητος κυνηγός και διδάχτηκε την τέχνη του κυνηγιού από τον κένταυρο Χείρωνα. Η πιο διαδεδομένη παράδοση σχετικά με τον Α. ήταν ότι …   Dictionary of Greek

  • Αλκίδας — Όνομα ιστορικών προσώπων από την αρχαία Σπάρτη. 1. Ναύαρχος που πήγε το 427 π.Χ. με στόλο για να βοηθήσει τη Μυτιλήνη, η οποία είχε αποστατήσει κατά των Αθηναίων, αλλά έφτασε πολύ αργά, όταν το νησί είχε ήδη καταληφθεί. Αργότερα απέτυχε σε… …   Dictionary of Greek

  • Αμιό, Ζακ — (Jacques Amyot, Μελέν 1513 – Οζέρ 1593). Γάλλος λόγιος και ελληνιστής. Παρακολούθησε τα μαθήματα αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Πιερ Ντανέ στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και στο Κολέγιο της Γαλλίας, και κατόπιν έγινε κι ο ίδιος πανεπιστημιακός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”